- υργαί
- αἱ, Α(κατά τον Θεόγνωστ.) «ἐπιθέματα πρὸς κουφισμὸν τῶν φορτίων».[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται πιθ. με τον τ. που παραδίδει ο Ησύχ. ὑρχήἐφ' ἧς τὰ φορτία φέρουσιν οἱ ναῦται].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑργαί — fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)